- παραύξησις
- παραύξησιςwaxingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραύξησις — ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω] 1. μεγέθυνση, αύξηση 2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση 3. αύξηση τής εντάσεως 4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών αρχ. 1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών 2. μετρική μήκυνση, έκταση 3. τραγούδημα σε… … Dictionary of Greek
παραυξήσει — παραύξησις waxing fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραυξήσεϊ , παραύξησις waxing fem dat sg (epic) παραύξησις waxing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυξήσεις — παραύξησις waxing fem nom/voc pl (attic epic) παραύξησις waxing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυξήσεσι — παραύξησις waxing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυξήσεσιν — παραύξησις waxing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραύξησιν — παραύξησις waxing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυξήσεων — παραυξήσεω̆ν , παραύξησις waxing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυξήσεως — παραυξήσεω̆ς , παραύξησις waxing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)